νηπιοκτόνος

νηπιοκτόνος
ο , η детоубийца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "νηπιοκτόνος" в других словарях:

  • νηπιοκτόνος — slaying children masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπιοκτόνος — ο (Α νηπιοκτόνος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που φονεύει νήπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιον + κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μηλο κτόνος, παιδοκτόνος] …   Dictionary of Greek

  • νηπιοκτόνον — νηπιοκτόνος slaying children masc/fem acc sg νηπιοκτόνος slaying children neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπιοκτόνου — νηπιοκτόνος slaying children masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… …   Dictionary of Greek

  • νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… …   Dictionary of Greek

  • νηπιοκτονία — η φόνος νηπίου ή νηπίων, βρεφοκτονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηπιοκτόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»